- πειραστικῶς
- πειραστικόςfitted for tryingadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πειραστικός — ή, όν, Α [πειράζω] 1. αυτός που αρμόζει σε δοκιμή, με τον οποίο γίνεται η δοκιμή, δοκιμαστικός («ἔστι δ ἡ διαλεκτικὴ πειραστικὴ περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία γνωριστική», Αριστοτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. «ἡ πειραστική» (ενν. τέχνη ή επιστήμη) κλάδος τής… … Dictionary of Greek
πειρατικός — ή, ό / πειρατικός, ή, όν, ΝΜΑ [πειρατής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πειρατεία ή στους πειρατές, ο κουρσάρικος («πειρατικά πλοία») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πειρατικό το πλοίο τών πειρατών, κουρσάρικο 2. φρ. «πειρατικός σταθμός»… … Dictionary of Greek